μεφιστοφελισμός

μεφιστοφελισμός
ο 1. ο τρόπος τού Μεφιστοφελή, η συμπεριφορά με πανουργία και σατανικότητα
2. διαβολικότητα, σατανικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεφιστοφελής* + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”